Ακούγεται αντίστροφα αυτή η σειρά; Και όμως δεν είναι.
- Τι νόημα θα είχε να συζητάς κάτι αν δεν μπορείς να πάρεις απόφαση;
- Τι νόημα θα είχε να κάνεις συνέλευση χωρίς να μπορείς να συζητήσεις; (μη πάει ο νου σας σε καμιά γενική συνέλευση παραδοσιακού σωματείου ή κόμματος, για οριζόντια οργάνωση μιλάμε) ;
- Τι νόημα θα είχε η συλλογικοποίηση αν δεν μπορεί να πάρει τη μορφή συγκεκριμένης διαδικασίας με κανόνες και τρόπο συμμετοχής; (και τα καφενεία, και η φιλόπτωχος της ενορίας, και το ποδοσφαιρικό κλαμπ, και το πηγαδάκι έξω απ’το φούρνο, συλλογικοποίηση είναι).
- Και τι νόημα θα είχε κάποια συλλογικοποίηση χωρίς συγκεκριμένη θεματολογία; (από εκεί δε ξεκινάνε όλα;)
Άρα ο μόνος λόγος να επενδύσει κάποιος χρόνο και ενέργεια σε μια διαδικασία θα είναι για να μπορέσει να συναποφασίσει με άλλους ώστε να δράσουν και να μιλήσουν από κοινού σαν ένα. Γιατί αυτό τους παρέχει την πολιτική δύναμη που σε καμιά περίπτωση δεν έχει το άτομο. Αυτό σημαίνει ότι είναι πρωταρχικής σημασίας να υπάρξει συγκεκριμένος τρόπος απόφασης για να έχει νόημα οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή είναι σημαντικότερο να υπάρχει κάποιος τρόπος και όχι απαραίτητα να είναι ο ιδανικός, ο καλύτερος, ο σωστότερος ή όποια άλλη υποκειμενική αξία μπορεί να του αποδώσει κάποιος. Ο τρόπος ο ίδιος πρέπει να είναι εργαλείο λειτουργικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο ώστε να μην παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης. Δεν είναι ούτε αξία ούτε αυτοσκοπός.[1]
Έτσι συμβαίνει όταν αυτοί οι σύντροφοι, που μοιάζουν οι πιο εχθρικοί προς την οργάνωση, θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι να οργανώνονται όπως και εμείς οι υπόλοιποι και συχνά πιο αποτελεσματικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, είναι μόνο στους τρόπους … ». Ερρίκο Μαλατέστα
Και αν η βάση της διαδικασίας μας είναι η δυνατότητα να μπορούμε να συζητάμε με ένα συγκεκριμένο και κοινά αποδεκτό τρόπο και να καταλήγουμε από κοινού σε «μία» απόφαση η διαδικασία δεν θα μπορούσε να παραπέμπει σε ψηφοφορία. Σε έσχατη περίπτωση η ψηφοφορία έρχεται να βάλει ένα τέλος στη συζήτηση. Δηλαδή προκύπτουν επιτακτικές ανάγκες να βγει απόφαση εντός χρονικού ορίου και η πολυτέλεια της συζήτησης έως την ομοφωνία έχει δευτερεύουσα σημασία. Τι θα μπορούσε να είναι τόσο επιτακτικό σε ένα πολιτικό αγώνα; Μόνο η ίδια μας η υλική και φυσική υπόσταση, η συνθήκη που μετά από αυτό δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιά! Αλλά αυτό σπάνια μπορεί να συμβεί.
Σε ένα δευτεροβάθμιο σχήμα όπως ένας συντονισμός, μια δικτύωση, μια ομοσπονδία, τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί μπορεί να είναι συχνότερες οι συνθήκες που μπορεί να επιβάλουν το χρονικό όριο της απόφασης. Κι όχι γιατί οι πολιτικές συνθήκες θα το επιβάλουν να παρθεί κάποια απόφαση, αλλά επειδή η συμμετοχή μας μέσα σε κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες θα το επιβάλει. Και αλλοίμονο αν θεωρούμε ότι μπορούμε να είμαστε αναρχικοί και αμέτοχοι στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, τους αγώνες της ίδιας της κοινωνίας. Σε καμιά περίπτωση όμως δε θα πρέπει να καταφεύγουμε στην εύκολη οδό της ψηφοφορίας για να ξεφορτωθούμε την διαδικασία ζύμωσης και συνδιαμόρφωσης ή για να απομακρύνουμε μια μειοψηφία που τείνει διαρκώς να διαφωνεί[2]. Θα ήταν ένα ψευδεπίγραφο άλλοθι για έναν δημοκρατικό συγκεντρωτισμό τον οποίο βαφτίσαμε διαφορετικά. Είναι σημαντικό τα μειοψηφικά και διαφωνούντα σχήματα να παραμένουν σαν μέλη και όσο είναι δυνατό να συμμετέχουν στην απόφαση ακόμα κι αν διαφωνούσαν, αλλά να καταγράφεται η συγκεκριμένη διαφωνία τους και όχι απλά η μη-συμφωνία τους με την πλειοψηφική πρόταση. Γιατί δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που ιστορικά δικαιώθηκε η διαφωνούσα μειοψηφία.
Για αυτούς τους γενικούς λόγους και με αυτό το σκεπτικό, της συναίνεσης, ο τρόπος λήψης αποφάσεων εμπεριέχεται και περιγράφεται στη διαδικασία της συνέλευσης. Για κάθε θέμα στην ατζέντα της συνέλευσης κατατίθενται προτάσεις, συζητιούνται διεξοδικά με συγκεκριμένο τρόπο, γίνεται σύνθεση προτάσεων, τα επιχειρήματα παίζουν ενεργό ρόλο ώστε να πείθουν και όχι να νικάνε σε κάποια αντιπαράθεση. Ο απώτερος σκοπός είναι η απόφαση με ομοφωνία σε μια συνδιαμορφωμένη πρόταση που συμμετείχαν όλα τα μέλη και τους καλύπτει όλους. Εάν δεν προκύπτει τέτοια απόφαση ίσως είναι σημαντικότερο η ομάδα να μην μπορεί να έχει θέση επί του θέματος γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι κοινή.
[1] «Η δημοκρατία και πέρα από αυτή του Amedeo Bertolo
“Εάν εκληφθεί κυριολεκτικά μια δημοκρατία πρέπει να είναι μια ακρατική κοινωνία. Η εξουσία ανήκει στο λαό στο βαθμό που ο λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος”. Giovanni SartoriΕντούτοις, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.» Και ποιες συνθήκες είχαν αλλάξει; Δεν ήταν πια ο παλιός καλός Μπακούνιν αναρχικός; Θα πρέπει να αστειεύεστε! Είναι απλώς ότι, ενώ ο αναρχισμός σήμερα υποστηρίζει την αποχή ως αρχή, για τον Μπακούνιν, αυτή ήταν μια στρατηγική επιλογή, ή κρίνοντας από το παραπάνω παράθεμα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν μια τακτική επιλογή. Μπορεί να αναρωτιέστε τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, αλλά έχει πράγματι σχέση, έστω και εν μέρει. Η ιδέα που έχουν σήμερα οι αναρχικοί για τη δημοκρατία είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την αναρχική βίβλο, ακριβώς όπως η ιδέα που έχουν οι δημοκράτες για τον αναρχισμό (πέρα από ορισμένες ξεκάθαρες περιπτώσεις άγνοιας και δυσπιστίας) είναι βαθύτατα επηρεασμένη από τη δική τους βίβλο. Ένα παράδειγμα είναι ότι «οι αναρχικοί δεν ψηφίζουν». Εάν αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή, είναι αναπόφευκτο ότι η βίβλος υποστηρίζει όχι μόνο ότι οι αναρχικοί είναι ενάντιοι στην ψηφοφορία σ’ ορισμένες ιστορικές (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) συνθήκες, αλλά ότι οι αναρχικοί ποτέ μα ποτέ δεν θα ψηφίσουν σ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, και αυτό είναι ανυπέρβλητα ανόητο. Ανυπέρβλητα επειδή αποτελεί μια δήλωση πίστης απολύτως ουτοπική και η ουτοπία είναι ουσιώδες στοιχείο του αναρχισμού. Ανόητο επειδή στερείται απόλυτα της κοινής λογικής χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανένας «εφικτός αναρχισμός», δηλαδή ένας αναρχισμός που να έχει έναν σημαντικό ρόλο στο μετασχηματισμό της κοινωνίας, και όχι μόνο μέσω της επανάστασης.»
[2] Murray Bookchin* Τι είναι ο κομμουναλισμός; Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού
Δεν αρνούμαι ότι η ομοφωνία μπορεί να είναι κατάλληλος τρόπος λήψης αποφάσεων σε μικρές ομάδες των οποίων τα μέλη είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αλλά, εξετάζοντας την ομοφωνία με πρακτικούς όρους, η πείρα μού έχει δείξει ότι, όταν μεγαλύτερες ομάδες προσπαθούν να πάρουν αποφάσεις με ομοφωνία, υποχρεώνονται να υιοθετήσουν το χαμηλότερο κοινό διανοητικό παρονομαστή στις αποφάσεις τους: υιοθετείται η λιγότερο αμφιλεγόμενη ή ακόμη και η πιο μέτρια απόφαση που μια πολυάριθμη συνέλευση ανθρώπων μπορεί να επιτύχει, ακριβώς επειδή όλοι πρέπει να είναι σύμφωνοι με αυτήν, διαφορετικά, όσοι διαφωνούν θα πρέπει να αποχωρήσουν από την ψηφοφορία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Και το πιο ανησυχητικό είναι το ότι, όπως έχω διαπιστώσει, [η ομοφωνία] επιτρέπει την ανάπτυξη επιβλαβών εξουσιαστικών τάσεων καθώς και απεχθών χειραγωγήσεων, ακόμη κι όταν χρησιμοποιείται στο όνομα της αυτονομίας ή της ελευθερίας.